γερμανομαθής

γερμανομαθής
ης, ες владеющий немецким языком, знающий немецкий язык

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "γερμανομαθής" в других словарях:

  • γερμανομαθής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που γνωρίζει τη γερμανική γλώσσα: Μεγάλωσε στο Βερολίνο και είναι γερμανομαθής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -μαθής — (AM μαθής) β συνθετικό λόγιας προέλευσης επιθέτων < αρχ. μαθής < μάθος < μανθάνω*, που σημαίνουν τον γνώστη, αυτόν που έχει μάθει και γνωρίζει κάτι.Παραδείγματα σύνθ. σε μαθής: αμαθής, αρτιμαθής, αυτομαθής, δυσμαθής, ευμαθής, ημιμαθής,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»